«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου» (Β΄ Κορ. 6,2 = Ἠσ. 49,8) Θὰ σᾶς παρακαλέσω, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε. Τὰ λόγια αὐτά, «καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου», εἶνε λόγια τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, τὰ ὁποῖα ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (᾽Ησ. 49, 8 = Β΄ Κορ. 6,2). Ἂν τὰ καταλάβετε καὶ κυρίως ἂν τὰ ἐφαρμόσετε, κερδίσατε τὸ πρῶτο λαχεῖο. Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Θ᾽ ἀρχίσω ἀπὸ κάπως μακριά. * * * Ὁ τόπος μας, ἀγαπητοί μου, εἶνε φτωχός. Γι᾽ αὐτὸ οἱ νέοι μας φεύγουν, γίνονται μετανάστες. Τρέχουν, μαζεύουν ὅλα τὰ χαρτιά, τὰ ὑποβάλλουν ἐγκαίρως, γιὰ νὰ πάρουν τὸ διαβατήριο γιὰ τὰ ξένα. Προσπαθεῖ λοιπὸν ὁ μετανάστης νὰ ὑποβάλῃ τὰ χαρτιά του ἐμπρόθεσμα, μέσα στὴν προθεσμία ποὺ ὁρίζει ἡ πρεσβεία. Καὶ ὁ νέος ἐκεῖνος ὁ ὑποψήφιος, ποὺ θέλει νὰ διαγωνισθῇ γιὰ τὸ πανεπιστήμιο, ὄχι μόνο μελετᾷ, ἀλλὰ καὶ προσπαθεῖ ἐγκαίρως, μέσα στὴν καθωρισμένη προθεσμία, νὰ ὑποβάλῃ τὰ χαρτιά του γιὰ νὰ δώσῃ ἐξετάσεις. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἔμπορος ποὺ ἔχει γραμμάτια· προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐξοφλήσῃ ἐγκαίρως, νὰ μὴν εἶνε ληξιπρόθεσμος καὶ διαμαρτυρηθοῦν. Ὁ κάθε ταξιδιώτης ἐπίσης ρωτάει πότε φεύγει τὸ τραῖνο ἢ τὸ ἀεροπλάνο, γιὰ νά ᾽νε ἐγκαίρως στὸ σταθμό. Δὲν πάει τελευταία στιγμή. Τί θέλω νὰ πῶ. Ὅπως ὑπάρχει καιρὸς γιὰ τὴ μετανάστευσι, προθεσμία γιὰ τὶς ἐξετάσεις, χρόνος γιὰ ἐξόφλησι τοῦ χρέους, ὥρα ἀναχωρήσεως γιὰ τὸ ταξίδι, ἔτσι ὑπάρχει καιρὸς καὶ γιὰ μιὰ πολὺ σπουδαία ὑπόθεσι, σπουδαιότερη ἀπὸ κάθε ἄλλη. Ποιά εἶνε ἡ ὑπόθεσι αὐτή; Τὸ λέει καθαρὰ ὁ ἀπόστολος· εἶνε ἡ σωτηρία μας. Ἀλλὰ ποιός τὸ νιώθει; Πρέπει νὰ κατέβῃ ἄγγελος, ν᾽ ἀνοίξῃ τὴν καρδιά μας, νὰ ῥίξῃ μέσα μιὰ σταγόνα πίστι, μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὴν πίστι τῶν ἁγίων ποὺ γιορτάζουμε κάθε μέρα – διαβάστε τοὺς βίους τους νὰ κλάψετε. Νὰ ῥίξῃ λοιπὸν ὁ ἄγγελος στὴν καρδιά μας μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὴν πίστι αὐτή, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος, ὅτι «καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου». Ὅτι δηλαδὴ ὁ καιρὸς αὐτὸς ποὺ ζοῦμε ἐδῶ στὴ γῆ εἶνε πολύτιμος, καιρὸς ἀνεκτίμητος, γιατὶ μέσα σ᾽ αὐτὸν μπορεῖς νὰ πετύχῃς τὴ σωτηρία. Μέσα στὰ δέκα, εἴκοσι, πενήντα ἢ ἑκατὸ χρόνια τί μπορεῖς νὰ κάνῃς; Ἐμένα ρωτᾷς; Ἄνοιξε τὰ βιβλία, διάβασε τὰ συναξάρια, δὲς τοὺς ἁγίους, ἄντε στὰ μνήματα καὶ θυμήσου τοὺς νεκρούς, ψάξε τὴν καρδιά σου, κοίταξε τ᾽ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ, κ᾽ ἔπειτα νὰ μοῦ πῇς κ᾽ ἐμένα γιατί ἦρθες στὸν κόσμο αὐτόν. Τί μπορεῖς νὰ κάνῃς μέσα στὸ χρόνο αὐτὸν ποὺ ζῇς;
* * * Σᾶς τὰ ἀνέλυσα, ἀγαπητοί μου. Τώρα ποιός ἀπὸ σᾶς θὰ τὰ ἐφαρμόσῃ; ποιός θὰ βάλῃ ἀπὸ αὔριο δρομολόγιο; Μέσα στὸν καιρὸ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνουν αὐτά. Καὶ ὁ καιρὸς εἶνε λίγος, ἂς φαίνεται πολύς. Τὸ λέει ἡ Ἐκκλησία μας κάθε φορά. Πόσος εἶνε ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας, πόσο θὰ ζήσουμε; Μήπως ὁ χρόνος αὐτὸς εἶνε ὁ τελευταῖος μας; μήπως ὁ μήνας αὐτὸς εἶνε ὁ τελευταῖος μας; μήπως ἡ βδομάδα αὐτὴ εἶνε ἡ τελευταία μας; Τί λέω; μήπως ἡ σημερινὴ μέρα εἶνε ἡ τελευταία μας; Ἄγνωστο. Δὲν διαβάσατε τί ἔγινε; Κάποιος δήμαρχος κάλεσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο τοὺς φίλους του (πολιτικούς, ὑπουργοὺς κ.ἄ.), νὰ ἑορτάσῃ μαζί τους τὰ γενέθλια. Τοὺς ὑποδεχόταν στὴν πόρτα, ὅλοι ἦταν χαρούμενοι καὶ φωτογραφίζονταν. Τὸ τραπέζι στρωμένο, λουλούδια, μουσικές, τὰ πάντα ἕτοιμα. Αὐτὸς εἶχε στὴν τσέπη τὰ χαρτιὰ νὰ τοὺς προσφωνήσῃ. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ καθίσῃ στὸ τραπέζι, τὸν πρόλαβε ἄλλος. Ἔλαβε κλῆσι χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃ. Ὅπως πέφτει κεραυνὸς τὸ καλοκαίρι, ἔτσι τοῦ ἦρθε καρδιακὴ προσβολή. Ἔπεσε χάμω, τὸν πιάσανε καὶ τὸν πήρανε νεκρό. Οἱ ἄλλοι ποῦ νὰ φᾶνε! Ὅσοι εἶστε ἀπὸ χωριά, θὰ ξέρετε. Ἐκεῖ ποὺ βόσκουν στὸν κάμπο τὰ ὀρνίθια, σὲ μιὰ στιγμὴ βουτάει ξαφνικὰ τὸ γεράκι, ἁρπάζει μιὰ κόττα καὶ φεύγει, καὶ τ᾽ ἄλλα ὀρνίθια ταράζονται, ἀναστατώνονται. Ἔτσι ἔνιωσαν κι αὐτοί. Ὁ χάρος ἔρχεται καὶ σ᾽ ἁρπάζει ἀπὸ ὅπου νά ᾽νε. Ἀδελφοί μου, ἕως πότε θὰ μένουμε ἀναίσθητοι; ἕως πότε δὲν θὰ σκεπτώμαστε τὴν αἰωνιότητα; Τί ἀναβάλλουμε; «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου». Σ᾽ ἕνα ἀρχαῖο βιβλίο διάβασα, ὅτι στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἦταν ἕνας βασιλιᾶς ποὺ ξάπλωνε συνεχῶς τὸ βασίλειό του μὲ τὰ φουσᾶτα του. Αὐτὸς εἶχε δυὸ σημαῖες· μιὰ ἄσπρη καὶ μιὰ μαύρη. Ὅταν πλησίαζε σὲ μιὰ πόλι, ὕψωνε τὴν ἄσπρη σημαία ἐπὶ ἕνα μῆνα κ᾽ ἔλεγε· Ὅσο εἶνε ὑψωμένη ἡ ἄσπρη σημαία, στρατιώτης δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πειράξῃ κανένα, οὔτε μύτη ν᾽ ἀνοίξῃ. Στὸ διάστημα αὐτὸ εἶχαν δικαίωμα ὅλοι νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν καλὸ βασιλιᾶ ὅ,τι θέλουν. Περνοῦσε ἡ προθεσμία; στρατιῶτες κατέβαζαν τότε τὴν ἄσπρη σημαία καὶ ὕψωναν τὴ μαύρη. Καὶ τότε… κλάψτε μάνες, κλάψτε σπίτια, κλάψτε μεγάλοι καὶ μικροί. Μὲ καταλάβατε; Ὁ καλός μας ὁ Χριστός, ὁ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου, ὑψώνει τώρα λευκὴ σημαία πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο, τὸν τίμιο σταυρό του. Ἐλᾶτε ἁμαρτωλοί, ἐλᾶτε κόσμε, ἐλᾶτε ὅλοι. Ὅσο ὑπάρχει προθεσμία, «καιρῷ δεκτῷ», μᾶς δέχεται. Θὰ ἔρθῃ ὅμως μιὰ μέρα ποὺ θὰ κατεβάσῃ τὴ λευκὴ σημαία τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν του, καὶ τότε θὰ κλείσουν οἱ πόρτες. Θά ᾽ρθῃ μιὰ μέρα, ποὺ θὰ βρῇς τὴν πόρτα κλειστή. Θὰ χτυπᾷς ἐδῶ, παπᾶς δὲν θὰ ὑπάρχῃ, ἐξομολόγησι δὲν θὰ γίνεται, δὲν θὰ ὑπάρχῃ συγχώρησι. Τότε, ὤ τότε, θὰ εἶνε ἡ ὥρα τῆς κρίσεως καὶ τῆς δικαιοσύνης. Ἀδελφοί μου, ὅσο ζοῦμε στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο, ἂς μετανοήσουμε, ἂς κλάψουμε, ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἂς μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ διέλθουμε «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ» (θ. Λειτ.), διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος (ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 11-7-1965) |